- κανθήλιο
- το (Α κανθήλιον)νεοελλ.ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα.αρχ.1. σαμάρι υποζυγίου2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό, στρωτήρας, δοκίδα3. στον πληθ. τά κανθήλιαα) τα μεγάλα καλάθια, τα κοφίνια που κρέμονται από τη μια και την άλλη πλευρά τού σαμαριούβ) (γενικά) μεγάλα κοφίνια που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά γεωργικών προϊόντων3. (κατά τον Ησύχ.) «κανθήλια τὰ ἐν τῆ πρύμνη τῆς νεὼς ἐπικαμπῆ ξύλα, τιθέμενα πρὸς σκηνοπήγια».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κάνθ-ων (ονομασία τού γαϊδάρου) + -ηλ-ια (πρβλ. γαμ-ήλ-ιος, κειμ-ήλ-ια), δεν αποκλείεται όμως και η υποχωρητική παραγωγή τού τελευταίου από τα κανθήλια, τα κοφίνια εκατέρωθεν τού σαμαριού. Αβέβαιη η σχέση του με το κανθό*. Ίσως η ρίζα του κανθ- να είναι προελληνική. Τέλος, το λατ. cantherius «ευνουχισμένο άλογο», αποτελεί πιθ. δάνειο από την ελλ., αν δεν πρόκειται για παράλληλο δανεισμό τών δύο γλωσσών από το μεσογειακό γλωσσικό υπόστρωμα].
Dictionary of Greek. 2013.